- ολιγησίπυος
- ὀλιγησίπυος, -ον (Α)αυτός που περιέχει μικρή ποσότητα σιταριού ή αυτός που έχει μικρό καλάθι ψωμιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + σιπύη «αγγείο για δημητριακά» (πρβλ. ευ-σίπνος). Το -η- τού τ. ὀλιγησίπυος για μετρικούς λόγους προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].
Dictionary of Greek. 2013.